- εντοιχίζω
- 1. προσαρμόζω στον τοίχο, στην επιφάνειά του («εντοιχίζω αναμνηστική πλάκα»)2. εγκλείω μέσα σε τοίχο3. περικλείω με τοίχο, φράζω τις εξόδους με τοίχο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εντοιχίζω — εντοιχίζω, εντοίχισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εντοιχίζω — εντοίχισα, εντοιχίστηκα, εντοιχισμένος, μτβ. 1. προσαρμόζω κάτι στον τοίχο, το στερεώνω στην κατακόρυφη εξωτερική επιφάνειά του. 2. κλείνω κάτι μέσα σε τοίχο. 3. κλείνω κάτι σε χώρο του οποίου φράζω τις εξόδους με τοίχους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εντειχίζω — εντείχισα, εντειχίστηκα, εντειχισμένος, μτβ., προσαρμόζω κάτι μέσα σε τείχος ή σε τοίχο, εντοιχίζω: Στο σπίτι του ποιητή υπάρχει εντειχισμένη αναμνηστική πλάκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)